επακτικός

επακτικός
η , όν индуктивный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επακτικός" в других словарях:

  • επακτικός — ἐπακτικός, ή, όν (Α) [επάγω] 1. επαγωγικός, ο αναφερόμενος στην επαγωγή ή αυτός που γίνεται με επαγωγή 2. αυτός που διεγείρει, που παρακινεί ή που συμβάλλει, που συντελεί σε κάτι 3. ελκυστικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, ευχάριστος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ἐπακτικός — leading on masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικώτερον — ἐπακτικός leading on adverbial comp ἐπακτικός leading on masc acc comp sg ἐπακτικός leading on neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικῶν — ἐπακτικός leading on fem gen pl ἐπακτικός leading on masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικόν — ἐπακτικός leading on masc acc sg ἐπακτικός leading on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικώτατα — ἐπακτικός leading on adverbial superl ἐπακτικός leading on neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικώτατον — ἐπακτικός leading on masc acc superl sg ἐπακτικός leading on neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικαί — ἐπακτικός leading on fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικοῖς — ἐπακτικός leading on masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικοί — ἐπακτικός leading on masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτικοῦ — ἐπακτικός leading on masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»